
Στόχο της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας αποτελεί η ανάπτυξη μοντέλων ταξινόμησης για την αναγνώριση της επικίνδυνης συμπεριφοράς του οδηγού και την κατάταξη της σε τρία διαφορετικά επίπεδα ασφαλείας. Για τον σκοπό αυτό, συγκεντρώθηκαν πολύτιμα δεδομένα σχετικά με τη συμπεριφορά των οδηγών μέσω ενός πειράματος οδήγησης που πραγματοποιήθηκε σε πραγματικές συνθήκες στο Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε πρώτη ανάλυση υπολογίστηκε η σημαντικότητα των μεταβλητών με τον αλγόριθμο “Τυχαίου Δάσους”, με βάση την οποία επιλέχθηκαν εννιά μεταβλητές εισόδου που αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια στις περαιτέρω αναλύσεις. Στη συνέχεια, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανισορροπίας δεδομένων εφαρμόστηκε η μέθοδος υπερδειγματοληψίας SMOTE. Με την ολοκλήρωση των δύο παραπάνω βημάτων, αναπτύχθηκαν τέσσερις αλγόριθμοι ταξινόμησης της οδηγικής συμπεριφοράς, για τους οποίους υπολογίστηκαν οι Μήτρες Σύγχυσης και στη συνέχεια έγινε σύγκριση των μετρικών αξιολόγησης τους. Έπειτα, εξετάστηκαν οι τιμές SHAP για να κατανοηθεί περαιτέρω η επιρροή της κάθε μεταβλητής εισόδου που επιλέχθηκε. Με αυτόν τον τρόπο, υπολογίστηκε η μέση σημαντικότητα SHAP, όπου και επιλέχθηκαν τα μοντέλα CatBoost και LightGBM ως αποτελεσματικότερα. Τέλος, αποτυπώθηκε η σημαντικότητα των μεταβλητών για τα δύο επιλεχθέντα μοντέλα μέσω της μεθόδου SHAP για τα τρία επίπεδα ασφαλείας και αναλύθηκε ξεχωριστά η επιρροή της κάθε μεταβλητής στην αλλαγή του επιπέδου ασφαλείας. Η μέση ταχύτητα του οχήματος υπολογίστηκε ως η σημαντικότερη μεταβλητή, ενώ τα απότομα περιστατικά οδήγησης, τόσο της απότομης επιτάχυνσης, όσο και του απότομου φρεναρίσματος, αποδείχτηκε πως επηρεάζουν σημαντικά την κατάταξη της οδηγικής συμπεριφοράς ως επικίνδυνη.
ID | ad169 |
Presentation | |
Full Text | |
Tags |