Στόχος της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας είναι η διερεύνηση της κούρασης στην οδήγηση σε αστικό περιβάλλον και αυτοκινητόδρομο, υπό συνθήκες υψηλού και χαμηλού κυκλοφοριακού φόρτου. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, πραγματοποιήθηκε πειραματική διαδικασία σε προσομοιωτή οδήγησης μέσω της οποίας συλλέχθηκαν στοιχεία οδήγησης 35 οδηγών. Για την συλλογή των απαραίτητων δεδομένων έγινε επιπλέον και ο προσδιορισμός των προσωπικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων μέσω έρευνας ερωτηματολογίου. Η οδήγηση πραγματοποιήθηκε από τους συμμετέχοντες για κάθε σενάριο δύο (2) φορές, μια όντας ξεκούραστοι και μια κουρασμένοι με ελάχιστες ώρες ή καθόλου ύπνο. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε μέσω στατιστικής ανάλυσης, και πιο συγκεκριμένα με δημιουργία στατιστικών μοντέλων, γραμμικής παλινδρόμησης. Τα μαθηματικά μοντέλα αφορούν στη μέση ταχύτητα που ανέπτυξαν οι οδηγοί, στον μέσο χρόνο αντίδρασής τους, στην απόσταση την οποία διατηρούσαν από το προπορευόμενο όχημα καθώς και στη διαμήκη επιτάχυνση. Βασικά συμπεράσματα αποτελούν ότι η οδήγηση υπό την επιρροή της κούρασης αυξάνει τη μέση ταχύτητα και τον χρόνο αντίδρασης των οδηγών, μειώνει την απόστασή τους από τα προπορευόμενα οχήματα και μειώνει την επιτάχυνση. Τέλος, οι ηπιότερες ενδείξεις κούρασης κατά την οδήγηση φαίνεται να συνδέονται με μικρότερη απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, σε σύγκριση με τις πιο έντονες, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν αύξηση της επιτάχυνσης.